- ραθάσσω
- Α(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (το παθ.) ῥαθάσσομαια) ραίνομαιβ) «πλήττομαι».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥαθάμιγξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ῥαθασσόμενοι — ῥαθάσσω pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραθάμιγξ — ιγγος, ἡ, Α 1. σταγόνα, σταλαγματιά 2. (για στερεό) κάθε διασκορπισμένο μόριο, κόκκος, σπυρί («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», Ομ. Ιλ.) 3. κηλίδα, στίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε ιγξ (πρβλ.… … Dictionary of Greek